- ιλλωπώ
- ἰλλωπῶ, -έω (Α)ιλλωπίζω*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός + -ωπῶ (< -ωπος < -ωψ < *ὤψ, *ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. αμβλυ-ωπώ, οξυ-ωπώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενιλλώπτω — ἐνιλλώπτω και ἐνιλλωπῶ, έω (Α) [ιλλώπτω, ιλλωπώ] 1. βλέπω κάποιον περιπαικτικά με μισόκλειστα μάτια 2. μυκτηρίζω, περιπαίζω, εμπαίζω 3. οφθαλμοπορνώ σαν ηδονοβλεψίας, μπανίζω … Dictionary of Greek